- ανάκορφος
- η , ο1) обрывистый, крутой; 2) высокий (о горе); высоченный (о человеке); 3) стоящий на краю вершины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκορφος — η, ο 1. (για βουνά) αυτός που έχει υψηλή κορυφή, πολύ υψηλός 2. δυσανάβατος, απότομος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, κατάκορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορφή] … Dictionary of Greek